λινοϋφικός

λινοϋφικός
λῐνοϋφ-ικός, ή, όν,
A pertaining to linen-weaving,

πῆχυς POxy. 669.33

(iv A. D.):

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λινοϋφικός — λινοϋφικός, ή, όν (Α) [λινοϋφής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύφανση τού λίνου 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ λινοϋφικός αυτός που υφαίνει τον λίνο 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λινοϋφικόν φόρος για την ύφανση τού λίνου, για τα λινά υφάσματα …   Dictionary of Greek

  • λινουφικόν — λινουφικός pertaining to linen weaving masc acc sg λινουφικός pertaining to linen weaving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λινυφικός — και λινοϋφικός, ή, όν (AM) [λίνυφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύφανση τού λίνου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”